- γλυκαιμία
- Όρος που περιγράφει την αύξηση του ποσού του σακχάρου (γλυκόζης) στο αίμα. Φυσιολογικά το ποσό αυτό της γλυκόζης σε νηστικό άτομο το πρωί κυμαίνεται από 80 έως 120 mg ανά 100 ml αίματος· ύστερα από γεύμα και μάλιστα πλούσιο σε σάκχαρο μπορεί να φτάσει τα 170 mg. Παθολογική αύξηση του σακχάρου (υπεργλυκαιμία) εμφανίζεται χαρακτηριστικά στον σακχαρώδη διαβήτη γιατί δεν παράγεται αρκετή ινσουλίνη από το πάγκρεας για την καύση του σακχάρου· μικρή αύξηση σακχάρου παρατηρείται και σε άλλες ασθένειες, όπως λοιμώδη νοσήματα, παθήσεις ενδοκρινών αδένων κλπ. Ελάττωση του σακχάρου (υπογλυκαιμία) εμφανίζεται χαρακτηριστικά σε διαβητικούς όταν πάρουν μεγάλες δόσεις ινσουλίνης, με συμπτώματα σοβαρά που μπορεί να καταλήξουν σε κώμα (υπογλυκαιμικό κώμα). Το διαβητικό κώμα, αντίθετα, οφείλεται σε μεγάλη αύξηση του σακχάρου στο αίμα.
* * *και γλυχαιμία, ητο επίπεδο τής γλυκόζης στο αίμα.
Dictionary of Greek. 2013.